- προφυλακτικῆς
- προφυλακτικόςprophylacticfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδαμαλισμός — Η επανάληψη του εμβολιασμού κατά της ευλογιάς, που είναι απαραίτητη εξαιτίας της περιορισμένης διάρκειας της προφυλακτικής δύναμης του πρώτου δαμαλισμού. Οι αντιδράσεις που παρουσιάζει εκείνος που αναδαμαλίζεται είναι η ανάπτυξη μικρής βλατίδας… … Dictionary of Greek
Πρινγκλ, Τζον — (Pringle, 1707 – 1782). Σκοτσέζος γιατρός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Λέιντεν και στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός στο Εδιμβούργο, διδάσκοντας παράλληλα ηθική στο πανεπιστήμιο της πόλης. Στα 1744 48 υπηρέτησε ως αρχίατρος… … Dictionary of Greek
Σινγκ, Ρίτσαρντ Λόρενς Μίλινγκτον — (Synge). Άγγλος βιοχημικός, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου (1914). Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και αρχικά εργάστηκε στην Ένωση Εριοβιομηχανίας και στο Ινστιτούτο Προφυλακτικής Ιατρικής «Λίστερ» στο Λονδίνο. Το 1948… … Dictionary of Greek